clap
Verb, Noun
Trans. + Intrans.

κάνω ένα κρότο χτυπώντας ένα πράγμα πάνω σε ένα άλλο

Σαν ουσιαστικό σημαίνει τα ίδια πράγματα: το να χτυπάω παλαμάκια, ο θόρυβος που γίνεται όταν ένα πράγμα χτυπάει πάνω σε κάποιο άλλο

Ο αόριστος και η μετοχή του συναντώνται και με τη μορφή ομαλού ρήματος: clapped

Παραδείγματα:

  • Come on everybody clap your hands Ελάτε όλοι ας χτυπήσουμε παλαμάκια
  • She clapped her hands with joy. Χτύπησε τα χέρια της με ικανοποίηση.
  • People used to clap to call a waiter in a restaurant but this is no longer considered appropriate παλιά οι άνθρωποι φώναζαν τον σερβιτόρο σ’ένα εστιατόριο χτυπώντας παλαμάκια αλλά πλέον αυτό δεν θεωρείται κατάλληλο
  • “Because,” returned the sergeant, clapping him on the shoulder, “you’re a man that knows what’s what.” Charles Dickens – Great Expectations “Διότι,” απάντησε ο λοχίας, χτυπώντας τον στον ώμο, “είστε ένας άνθρωπος που γνωρίζει τη ζωή”
  • … Monsieur the Marquis clapped his hand for an instant on his sword-hilt. Charles Dickens – A Tale of two Cities … ο Κύριος Μαρκήσιος χτύπησε για μια στιγμή το χέρι του πάνω στο ξίφος του.
Examples:
The cast bowed, and the audience clapped
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.