Κάνω μια συμφωνία με κάποιον ή για κάτι, χειρίζομαι κάτι, διαπραγματεύομαι, ασχολούμαι με κάτι, μοιράζω τα χαρτιά (χαρτοπαιξία)
Παραδείγματα:
- I bought this Mercedes for only $2000. It was a very good deal. Αγόρασα αυτή την Μερσεντές μόνο 2000 δολ.. Ήταν πολύ καλή συμφωνία.
- She made a deal with me: she will cook and I will wash the dishes (Αυτή) έκανε μια συμφωνία μαζί μου: αυτή θα μαγειρέψει κι εγώ θα πλύνω τα πιάτα.
- You can’t deal with these people. They will always come back for more. Δεν μπορείς να συμφωνήσεις μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Πάντα θα γυρίζουν πίσω ζητώντας περισσότερα.
- SALT II was a deal gone bad. The US Senate never ratified the treaty. To SALT II ήταν μια συμφωνία που χάλασε. Η Αμερικανική γερουσία ποτέ δεν την ενέκρινε.