Χτίζω, κατασκευάζω
Παράγωγη λέξη: building κτίριο
Σαν ουσιαστικό διατηρεί την ίδια βασική έννοια: χτίσιμο, κατασκευή, δομή, κοψιά, όψη
Παραδείγματα:
- Greece had a strong shipbuilding industry in the past. Η Ελλάδα είχε στο παρελθόν ισχυρή ναυπηγική βιομηχανία.
- It takes a long time to build a profitable business. Χρειάζεται χρόνος για να φτιάξεις μία κερδοφόρα επιχείρηση.
- His athletic build was visible through his t-shirt. Η αθλητική του όψη φαινόταν μέσα από το μπλουζάκι του.
- Most ships are built in China and Korea nowadays. Στις μέρες μας τα περισσότερα πλοία κατασκευάζονται στην Κίνα και στην Κορέα.
- The tallest building in the world was built in Dubai in 2008 To ψηλότερο κτήριο του κόσμου χτίστhκε στο Ντουμπάϊ το 2008
- The Parthenon was built in 438 BC. Ο Παρθενώνας χτίστηκε το 438 π.Χ..