βρομάω, μυρίζω άσχημα
Σαν ουσιαστικό έχει την ίδια βασική έννοια: βρόμα, άσχημη μυρωδιά
Παραδείγματα:
- He lives in a filthy apartment that stinks ζει σ’ένα βρόμικο διαμέρισμα που μυρίζει
- I’ll never come again to this stinking joint δεν θα ξαναέρθω σ’αυτό το βρομοστέκι
- A smoker’s breath and clothes stink Τα ρούχα και η ανάσα ενός καπνιστή βρομάνε
- My shoes stink τα παπούτσια μου μυρίζουν άσχημα
- spoiled food stinks το χαλασμένο φαγητό βρομάει
- Do you know that you stink like a goat? Probably you have ceased to notice it. George Orwell – 1984 Το ξέρεις ότι μυρίζεις άσχημα σαν ένα κατσίκι? Ίσως και να μην μπορείς πια να το καταλάβεις.