κι ακόμα: ωριμάζω, καλλιεργώ, εξελίσσομαι, ψηλώνω
Το ουσιαστικό του: growth (γκρόουθ)
Παραδείγματα:
- He has a small farm and grows corn έχει μία μικρή φάρμα και καλλιεργεί καλαμπόκι
- I grow old, but there is none coming after me to take my place μεγαλώνω αλλά δεν υπάρχει κανείς μετά από μένα για να πάρει τη θέση μου
- This is a magazine for the grown αυτό είναι ένα περιοδικό για ενήλικες
- These plants grow wild in the summer αυτά τα φυτά γίνονται πολύ άγρια το καλοκαίρι
- The economy is expected to grow over the coming years η οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί στα επόμενα χρόνια
- This Chinese city is now the third fastest-growing city in the world αυτή η Κινεζική πόλη είναι τώρα η 3η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πόλη στον κόσμο
- When it grows dark, and everybody is asleep, they jump about quite merrily όταν σκοτεινιάζει, και όλοι κοιμούνται, αυτά χοροπηδάνε πολύ χαρούμενα, — Little Ida’s Flowers, Hans Christian Andersen
- None of these fast-growing businesses are getting any subsidies καμμία από αυτές τις ταχέως αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις δεν παίρνει επιχορηγήσεις
- YouTube’s growth has been miraculous η ανάπτυξη του YouTube είναι ένα θαύμα
- I’ve grown three centimeters and gained two kilos ψήλωσα 3 εκ. και κέρδισα 2 κιλά
- The Anne Frank who enjoyed that heavenly existence was completely different from the one who has grown wise within these walls Η Άννε Φράνκ που … από εκείνη που έγινε σοφότερη μέσα σε εκείνους τους τοίχους — Anne Frank – The Diary Of A Young Girl