uphold
Verb
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

υποστηρίζω, διαφυλάσσω, ανασηκώνω, ανατάσσω

Παραδείγματα:

  • despite the appeal the court upheld the previous decision παρά την έφεση το δικαστήριο υποστήριξε (διατήρησε) την προηγούμενη απόφαση
  • we will uphold the values and principals of our ancestors θα διαφυλάξουμε τις αξίες και τις αρχές των προγόνων μας
  • they tried to uphold him in his misery, but failed προσπάθησαν να τον ανατάξουν (ανεβάσουν ψυχολογικά) αλλά απέτυχαν
  • he promised to uphold the letter and the spirit of the law υποσχέθηκε να διαφυλάξει το γράμμα και το πνεύμα του νόμου
  • “Have some more,” she insists, until Father intervenes and upholds my right to refuse a dish I don’t like. Anne Frank – The Diary Of A Young Girl “Φάε λίγο ακόμα”, (εκείνη) επέμενε, μέχρι που να παρέμβει ο πατέρας μου και να υποστηρίξει το δικαίωμά μου να αρνηθώ ένα φαγητό που δεν μου αρέσει.
  • … with which his conscience regarded the crumbling fabric that he was supposed to uphold Charles Dickens – A Tale of two Cities … με το οποίο η συνείδησή του αντιμετώπιζε τον καταρρέοντα ιστό που υποτίθεται ότι έπρεπε να υποστηρίξει
Examples:
It would be great if we could uphold the Olympic truce like the ancient Greeks did
despite the appeal the court upheld the previous decision
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.