προσπαθώ, αγωνίζομαι ή ανταγωνίζομαι σκληρά
Για σοβαρή και όχι βραχυχρόνια προσπάθεια.
Έχει ωστόσο και ομαλή μορφή: strived, strived. Σε κάθε περίπτωση striving.
Παραδείγματα:
- In these difficult times, people are striving to make ends meet. Σ’αυτούς τους δύσκολους καιρούς, οι άνθρωποι αγωνίζονται να τα καταφέρουν οικονομικά.
- They always strove to maintain peace. Πάντα αγωνίζονταν για την ειρήνη.
- He has been striving for a promotion for the last 5 years. Προσπαθεί εδώ και 5 χρόνια για μία προαγωγή.
- We will continue striving towards a balanced budget. Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό.
- We strive to improve the product we offer to our clients. Αγωνιζόμαστε να βελτιώσουμε το προϊόν που προσφέρουμε στους πελάτες μας.
- She strove to build a career for the last three years but then she turned towards her family. Αγωνίστηκε να φτιάξει καριέρα τα τελευταία τρία χρόνια αλλά μετά στράφηκε προς την οικογένειά της.
- They have been striving for their independence. Αγωνίζονται για ανεξαρτησία.
- After his accident he strove for more than five years to walk again. Μετά το ατύχημά του αγωνίστηκε για περισσότερα από 5 χρόνια να περπατήσει ξανά.