struggle
Verb, Noun

αγωνίζομαι, μάχομαι, καταβάλλω σκληρή προσπάθεια

ομαλό ρήμα struggled, struggled,  struggling

Παραδείγματα:

  • She struggles with self-image issues.   Aυτή αγωνίζεται για  θέματα σχετικά με την εμφάνισή της.
  • The man in the hospital struggles for his life. Ο άντρας στο νοσοκομείο αγωνίζεται για την ζωή του.
Examples:
She struggles with self-image issues
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.