bankruptcy
Noun

πτώχευση, χρεοκοπία

 

Βγάλτε του το -cy από το τέλος και κάντε το επίθετο: bankrupt χρεοκοπημένος, -η, -ο, πτωχευμένος, -η, -ο

Παραδείγματα:

  • The situation is deteriorating and bankruptcy is imminent η κατάσταση χειροτερεύει και η πτώχευση είναι “προ των πυλών”.
  • You cannot withdraw your savings from a bankrupt bank δεν μπορείς να αποσύρεις τις καταθέσεις σου από μία πτωχευμένη τράπεζα
  • Filthy rich people are sometimes morally bankrupt μερικές φορές πολύ πλούσιοι άνθρωποι είναι  ηθικά χρεοκοπημένοι
Examples:
They filed for bankruptcy last month
The cessation of payments led to the bankruptcy of the company
He tried to save his company from bankruptcy
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.