slump
Verb, Noun
Flag2-tiny-Geece
Greek
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

καθίζηση, απότομη πτώση (για αξίες, τιμές, ποσότητες)

Σαν ρήμα έχει την ίδια βασική έννοια (καθιζάνω, κατακρημνίζομαι) και είναι ομαλό: slumped, slumped, slumping

Παραδείγματα:

Examples:
No data was found
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.