capture
Verb, Noun

κατακτώ, καταλαμβάνω, πιάνω

Ομαλό ρήμα: captured, captured, capturing

Σαν ουσιαστικό έχει την ίδια έννοια: κατάληψη, το άρπαγμα, το να κατακτώ/καταλαμβάνω/πιάνω.

Examples:
Snakes use their venom as a means of defense and to capture their prey
He took the photo from a different angle to capture the panoramic view

Ξέρετε τι πραγματικά απάντησε ο Μεταξάς στον Ιταλό πρέσβη?

Έχει μείνει στην ιστορία ότι όταν ο Ιταλός πρεσβευτής στις 3 η ώρα το πρωί παρέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσιλίνι στον Ιωάννη Μεταξά, αυτός απάντησε μονολεκτικά: “Όχι”.

Αυτό δεν είναι ιστορικά ακριβές.

Θέλετε να μάθετε τι ακριβώς απάντησε ο Έλληνας πρωθυπουργός?

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.