suspect
Verb, Noun, Adjective

υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, ύποπτος

Προσοχή όμως στον διαφορετικό τονισμό του ρήματος απ’ αυτόν του ουσιαστικού/επιθέτου

Παραδείγματα:

I suspect that you will attempt to escape υποπτεύομαι ότι θα προσπαθήσεις να δραπετεύσεις

Examples:
one suspect was arrested by the police
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.