main
Noun, Adjective

σημαντικότερος, -η, -ο, κύριος

Στα Ελληνικά θα το μεταφράσουμε, ανάλογα με την περίπτωση, και με αρκετές άλλες λέξεις: ο πρώτος, ο βασικός, ο βασικότερος, ο επικεφαλής, ο κυριότερος

Επίσης είναι και η κεντρική παροχή ρεύματος, νερού ή γκαζιού σε ένα κτίριο ή σε μία κατοικία. Πολύ συχνά χρησιμοποιείται με τον πληθυντικό του.

mainly (adv): το επίρρημα της παραπάνω λέξης, θα το μεταφράσουμε συνήθως σαν κυρίως, κατά κύριο λόγο κ.α..

Παραδείγματα:

  • The main reason for the formation of the UNO was …  Ο βασικότερος λόγος για τη δημιουργία του ΟΗΕ ήταν …
  • I’ve got the main role in the theatrical play. Έχω τον επικεφαλής ρόλο στο θεατρικό έργο.
  • the main conclusion from this report is … το κυριότερο συμπέρασμα απ’ αυτή την αναφορά είναι …
  • The causes of iron deficiency in the human body fall into two main categories: … Τα αίτια της έλλειψης σιδήρου στο ανθρώπινο σώμα οφείλονται κυρίως σε δύο λόγους: …
  • cut-off the electricity at the mains κλείσε τον κεντρικό διακόπτη του ρεύματος
  • He was mainly concerned with … Τον απασχολούσε κυρίως το …
Examples:
The main reason for the formation of the UNO was ...  

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.