relative
Noun, Adjective
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

συγγενής, σχετικός, -ή, -ό

Παραδείγματα:

  • I didn’t know that you two are relatives.  Δεν ήξερα πως εσείς οι δύο είστε συγγενείς.
  • Is he your relative? Είναι συγγενής σου;
  • My great-grandfather was born in Russia. We still have a lot of relatives there. Ο προπάππους μου γεννήθηκε στη Ρωσία. Έχουμε ακόμα πολλούς συγγενείς εκεί.
Examples:
I didn't know that you two are relatives.  
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.