escape
Verb, Noun

δραπετεύω, ξεφεύγω, το σκάω

Σαν ουσιαστικό έχει την ίδια έννοια: διαφυγή, απόδραση, τρόπος διαφυγής, οδός διαφυγής, μικρή δίοδος απ’ την οποία μπορείς να διαφύγεις (π.χ. σε περίπτωση ανάγκης).

Παραδείγματα:

  • I want to “escape” from that party. Θέλω να το σκάσω από αυτό το πάρτυ.
  • How did you escape? Πως το έσκασες;
Examples:
I want to "escape" from that party
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.