decide
Verb
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

αποφασίζω

decision: απόφαση

Παραδείγματα:

  • I have decided to meet you.  Αποφάσισα να σε συναντήσω.
  • My mother decided to move out of this appartment  Η μαμά μου αποφάσισε να μετακομίσουμε απ’ αυτό το διαμέρισμα.
  • It has been a very hard decision, but I had to make it. Ήταν πολύ δύσκολη απόφαση αλλά έπρεπε να την πάρω.
  • In my home I am the boss, but my wife makes all decisions. Στο σπίτι μου είμαι το αφεντικό αλλά η γυναίκα μου παίρνει όλες τις αποφάσεις.
Examples:
I have decided to meet you
They decided to isolate the source of the problem in order to solve it
I have decided to learn a foreign language
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.