firm
Verb, Noun, Adjective, Adverb
Trans. + Intrans.

Σαν επίρρημα θα το βρείτε και: firmly.

Σαν επίθετο θα το συναντήσετε και με τους συγκριτικό και υπερθετικό βαθμούς του: firmer, firmest.

Σαν ρήμα έχει σχετικά σπάνια χρήση και περισσότερο στην Αμερική (και πάλι πολλές φορές με το up).

Παραδείγματα:

  • Emirates firmed its order for another 30 Airbus A380. Η Emirates σταθεροποίησε την παραγγελία της για 30 ακόμα Airbus A380.
  • We have a small firm and trying to survive. Έχουμε μια μικρή εταιρεία και προσπαθούμε να επιβιώσουμε.
  • He repeated with a firm voice that … Επανέλαβε με σταθερή (σίγουρη) φωνή ότι …
  • Hold it firm. Κράτα το σταθερά.
Examples:
In order to firm your abdominal muscles you need to exercise more that part of your body
Despite the opposition she remained firm in her convictions
The strikers held firm despite pressure from the company management
His wife works as a lawyer in a reputable firm
He opened his own law firm
He works as a lawyer in a large law firm
He works as an assistant in a law firm
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.