Σαν ουσιαστικό σημαίνει ακριβώς το ίδιο: προσωρινός.
Προσθέστε του -ly στο τέλος και κάντε το επίρρημα, δηλ. temporarily (adv): προσωρινά.
Παραδείγματα:
- A temporary patch could not last for very long. Ένα προσωρινό μπάλωμα, δεν μπορούσε να κρατήσει και πολύ.
- I had to hire two temporaries Χρειάστηκε να προσλάβω δύο προσωρινούς.
- Temporarily, I am out of job, Προσωρινά, δεν έχω δουλειά,
- but some of the things that you think of as temporary, sometimes last for ever. αλλά μερικά πράγματα που τα θεωρείς προσωρινά, κάποιες φορές κρατάνε για πάντα.