temporary
Noun, Adjective
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

Σαν ουσιαστικό σημαίνει ακριβώς το ίδιο: προσωρινός.

Προσθέστε του -ly στο τέλος και κάντε το επίρρημα, δηλ. temporarily (adv): προσωρινά.

Παραδείγματα:

  • A temporary patch could not last for very long. Ένα προσωρινό μπάλωμα, δεν μπορούσε να κρατήσει και πολύ.
  • I had to hire two temporaries Χρειάστηκε να προσλάβω δύο προσωρινούς.
  • Temporarily, I am out of job, Προσωρινά, δεν έχω δουλειά,
  • but some of the things that you think of as temporary, sometimes last for ever. αλλά μερικά πράγματα που τα θεωρείς προσωρινά, κάποιες φορές κρατάνε για πάντα.
Examples:
That was a temporary solution
The trench was deep and narrow offering temporary shelter to the soldiers
They had to improvise a temporary solution while waiting for the replacement parts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.