μαξιλάρι
Όπως και με την ελληνική λέξη έχει κι αυτό πολλές μεταφορικές χρήσεις: κάτι μαλακό, κάτι που προστατεύει από κραδασμούς.
Επίσης, θα το βρείτε και σαν ρήμα (ιδιαίτερα στα Αμερικανικά Αγγλικά) όπου φυσικά έχει ανάλογες χρήσεις: προστατεύω, υποστηρίζω ή ακουμπάω μαλακά (σαν με μαξιλάρι), τυλίγω (σαν με μαξιλαροθήκη) καθώς και ότι άλλο σχετικό μπορείτε να φανταστείτε.
Παραδείγματα:
The sofa had two square, leather pillows. Ο καναπές είχε δύο τετράγωνα, δερμάτινα μαξιλάρια.
She pillowed the precious stone on her hand. Ακούμπησε την πολύτιμη πέτρα πάνω στο χέρι της.