account
Verb, Noun
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

λογαριασμός

Μπορεί να είναι λογ/μός σε τράπεζα (ίσως και το συχνότερο) ή και οπουδήποτε αλλού χρησιμοποιούμε και στα Ελληνικά την ίδια λέξη.

Σαν ρήμα έχει παρεμφερή έννοια: λογαριάζω, υπολογίζω, παίρνω υπόψη μου.

accountable: υπεύθυνος, κάποιος που θα πρέπει να δώσει λογ/μό για κάτι.

accountability: υπευθυνότητα, αλλά και η δυνατότητα να κρατηθεί λογ/μός για κάτι.

accounting: η λογιστική

accountant: ο λογιστής

Παραδείγματα:

  • I have an account with Skype. Έχω ένα λογαριασμό στο Skype.
  • Sir, your account has a negative balance.  Κύριε, ο λογ/μός σας έχει αρνητικό υπόλοιπο.
  • The government decided to close all the bank accounts of this terrorist group. Η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει όλους τους τραπεζικούς λογ/μούς αυτής της τρομοκρατικής ομάδας.
  • I don’t have any money. Will you please charge it to my account? Δεν έχω μετρητά. Θα το γράψεις σε παρακαλώ στο λογ/μό μου?
  • He didn’t take into account the possibility of bad weather. Δεν έλαβε υπόψη του την πιθανότητα άσχημων καιρικών συνθηκών.
  • The suspect could not account for those two hours during which the murder took place. Ο ύποπτος δεν μπορούσε να πει για τις δύο εκείνες ώρες που έγινε ο φόνος.
  • She will be held accountable for her actions. Θα κριθεί για τις πράξεις της.
Examples:
I have an account with Skype

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.