επουλώνω, επουλώνομαι, θεραυπεύω, θεραπεύομαι
Παραδείγματα:
- It will take some time to heal. Θα χρειαστεί λίγο χρόνο για να επουλωθεί.
- The healing power of his medication was very limited. Η θεραπευτική ικανότητα του γιατρικού του ήταν πολύ περιορισμένη.