διερευνώ, εξερευνώ, ψάχνω, αναζητώ
Ομαλό ρήμα: explore, explored, explored, exploring.
Κάντε το ουσιαστικό βάζοντας -ation στο τέλος, exploration: εξερεύνηση
Ουσιαστικό επίσης (εξερευνητής) με ένα -r στο τέλος: explorer.
Φτιάξτε το επίθετό του βάζοντας -oratory στο τέλος, exploratory: εξερευνητικό, διερευνητικό
Παραδείγματα:
- We must continue to explore new possible solutions to this problem. Πρέπει να συνεχίσουμε να διερευνούμε νέες λύσεις γι’ αυτό το πρόβλημα.
- Vasco da Gama was a famous Portuguese explorer. Ο Βάσκο ντα Γκάμα ήταν ένας διάσημος Πορτογάλος εξερευνητής.
- The Space Shuttle gave a new dimension to space exploration. Το Space Shuttle έδωσε νέα διάσταση στην εξερεύνηση του διαστήματος.
- The exploratory surgery didn’t reveal the causes of his illness. Η διερευνητική εγχείρηση δεν αποκάλυψε τα αίτια της αρρώστιάς του.