dead
Noun, Adjective, Adverb
The Dead Sea in the Middle East, has so much salt that almost nothing lives in it.

νεκρός, -ή, -ό

μαζί και όλες οι μεταφορικές έννοιες του: κουρασμένος, εξαντλημένος, αδρανής κ.α. σαν νεκρός.

Σαν  ουσιαστικό έχει την ίδια ακριβώς έννοια.

Σαν επίρρημα έχει το ίδιο νόημα αλλά στα Ελληνικά μερικές φορές θα το μεταφράσουμε ακριβώς, απόλυτα ή κάτι τέτοιο. Συνήθως για κάτι που είναι ακριβώς κάτι άλλο, δηλ. αμετακίνητα ακριβώς, σαν να είναι νεκρό.

Όμως έχει κι άλλη μία μορφή σαν επίθετο και επίρρημα,

deadly

Εδώ το νόημα έχει μια μικρή διαφορά: κάτι που προκαλεί θάνατο

Παραδείγματα:

  • This is a dead connection. Αυτή είναι μία νεκρή σύνδεση.
  • Detroit was about to become a dead city. Το Ντιτρόϊτ πήγαινε να γίνει νεκρή πόλη.
  • My grandma is dead. Η γιαγιά μου είναι νεκρή.
  • This restaurant is dead. It doesn’t even have a single customer. Αυτό το εστιατόριο είναι νεκρό. Δεν έχει ούτε ένα πελάτη.
  • The Dead Sea is a lake in Middle East (between Israel and Jordan) known for its salty water. Η Νεκρά Θάλασσα είναι μία λίμνη στη Μέση Ανατολή, γνωστή για το αλμυρό νερό της.
  • My dog is dead since Friday.  Ο σκύλος μου είναι νεκρός από την Παρασκευή.
  • We must show respect for the dead. Πρέπει να δείξουμε σεβασμό στους νεκρούς.
  • Swiss trains are always dead on time. Τα ελβετικά τραίνα είναι πάντοτε απόλυτα στην ώρα τους.
  • Keep walking, the place you are looking for is dead ahead. Συνέχισε να περπατάς. Το μέρος που ψάχνεις είναι ακριβώς μπροστά σου.
Examples:
This is a dead connection
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.