rag
Verb, Noun

κουρέλι, πανί

όπως δηλ. εκείνο που ξεσκονίζουμε τα έπιπλά μας και σχεδόν με τις ίδιες μεταφορικές έννοιες που έχει και η ελληνική λέξη: έγινα κουρέλι, μ’έκανε κουρέλι (π.χ. με ρεζίλεψε).

Επίσης μία κακής ποιότητας εφημερίδα (ή έντυπο γενικότερα) μπορούμε να την αποκαλέσουμε rag.

Όμως στα Ελληνικά λέμε ότι αυτό το αμάξι ή αυτό το σπίτι είναι κουρέλι, θέλοντας να πούμε ότι είναι σε κακή κατάσταση. Στα Αγγλικά δεν θα χρησιμοποιήσουμε το rag για μία τέτοια έννοια.

Ακόμα (αλλά αυτό είναι slang) όταν μία γυναίκα έχει περίοδο μπορεί να πει: I’m on the rag (τα παλιά χρονια δεν υπήρχαν χάρτινες σερβιέτες μιας χρήσεως).

Σαν ρήμα είναι ομαλό (ragged, ragged, ragging) διατηρεί την ίδια έννοια:

κοροϊδεύω, χλευάζω,

ακόμα και

πειράζω, βασανίζω.

Παραδείγματα:

  • I always keep a couple of rags in the trunk to clean the car. Πάντα έχω μερικά πανιά στο πορτμπαγκάζ για να καθαρίζω τ’αυτοκίνητο.
  • He went from rags to riches within less than a year. Έγινε πολύ πλούσιος (από πολύ φτωχός που ήταν μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο).
  • She was ragging him all day for his jalopy. Τον πείραζε όλη μέρα (όχι και πολύ ευγενικά) για το σαραβαλάκι του.
Examples:
Take this rag and clean all the tables
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.