Do ή Make?

Επίπεδα:

“Τι κάνεις?” ρωτάει ο ένας.

“Καλά”, απαντάει ο άλλος.

“Όχι εννοώ τι ακριβώς κάνεις αυτή τη στιγμή?”, επιμένει ο πρώτος.

“Αυτή τη στιγμή κάνω παστίτσιο”, διευκρινίζει ο δεύτερος.

Στα Ελληνικά κάνουμε πολλά πράγματα με το ίδιο ρήμα: κάνω.

Οι Αγγλόφωνοι, αν και φημισμένοι για την αγάπη τους για την οικονομία, σ’αυτό το σημείο δεν μπορούν να μας φτάσουν. Χρειάζονται δύο ρήματα για να μας πούν τι κάνουν. Και με τον τρόπο αυτό κάνουν και τη ζωή μας λίγο δύσκολη όταν προσπαθούμε να μάθουμε τη γλώσσα τους.

Όπως έχουμε ξαναπεί, τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εξάσκηση και την τριβή, αλλά για να βοηθήσουμε, θα πούμε τα εξής:

Το make κάνει χειροπιαστά πράγματα. Γενικά πράγματα που φτιάχνουμε, που κατασκευάζουμε, συναρμολογούμε, κλπ, τα κάνουμε με το make.

makingamodel
  • I made a cake (ή pastitsio αν προτιμάτε) yesterday έκανα ένα κέικ χθες
  • He made a beautiful paper airplane Έφτιαξε ένα πολύ όμορφο χάρτινο αεροπλάνο
  • She made a boat out of old wood Έφτιαξε μια ξύλινη βάρκα
  • I’ll make breakfast θα φτιάξω πρωινό
  • We make new plans throughout our entire life Κάνουμε νέα σχέδια όλη μας τη ζωή
  • He made a mistake and will have to pay for it Έκανε ένα λάθος και θα πρέπει να το πληρώσει
  • Will you make me a cup of coffee? Θα μου κάνεις έναν καφέ?
  • He’s made a fortune selling hot dogs in New York Έκανε μια περιουσία πουλώντας hot dogs στη Νέα Υόρκη
  • We are making a movie Κάνουμε μία ταινία
  • I am not making enough money any more Δεν κάνω πια αρκετά χρήματα
  • I made up an excuse but I don’t think she believed me είπα μια δικαιολογία αλλά δεν νομίζω ότι με πίστεψε
  • Made in the USA φτιαγμένο στις ΗΠΑ
  • This dish is made of high-strength plastic Αυτό το πιάτο είναι φτιαγμένο από πλαστικό υψηλής αντοχής
  • Make love not war Κάντε έρωτα όχι πόλεμο
  • I want to make a suggestion θέλω να κάνω μία πρόταση
  • I must make a phone call πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα
  • She was making fun of me Με κορόιδευε/έκανε πλάκα μαζί μου
  • Getting there in time makes a big difference Το να φτάσεις στην ώρα σου θα κάνει μεγάλη διαφορά
  • We make rules but then we make exceptions Φτιάχνουμε κανόνες αλλά μετά κάνουμε εξαιρέσεις
  • My kids always make a lot of noise Τα παιδιά μου κάνουν πάντα πολύ θόρυβο
  • I have to make a confession: I didn’t like you at first Έχω να εξομολογηθώ κάτι: στην αρχή δεν σε συμπάθησα
  • It’s difficult to make new friends when you get old Είναι δύσκολο να κάνεις νέους φίλους όταν περνούν τα χρόνια
  • She made a lot of progress since last year Σημείωσε μεγάλη πρόοδο από πέρυσι
  • He made a joke but nobody laughed Έκανε ένα αστείο αλλά κανείς δεν γέλασε
  • Alexander Graham Bell made many significant discoveries Ο Αλεξ. Γκράχαμ Μπελ έκανε πολλές σημαντικές ανακαλύψεις
  • I made up my mind το αποφάσισα
  • She will make you cry/angry/sad/sorry/happy Θα σε κάνει να κλάψεις/να 
    στενοχωρηθείς/ευτυχισμένο
  • I just made a payment in National Bank Μόλις έκανα μια πληρωμή στην Εθνική Τράπεζα

Το do κάνει κάπως πιο γενικά και λιγότερο κατασκευαστικά πράγματα. Επίσης το χρησιμοποιούμε για κάποιες δραστηριότητες.

  • He does his job/his duty the way he should Κάνει τη δουλειά του/το καθήκον του όπως πρέπει
  • Do your homework/your math/your exercise Κάνε τα μαθήματά σου/τις εργασίες σου/τα μαθηματικά σου/την άσκησή σου/τη γυμναστική σου
  • How are you doing? Πως πάς?
  • I am doing well/badly τα πάω καλά/άσχημα
  • She did the dishes/cooking and I did the laundry/ironing Αυτή έπλυνε τα πιάτα/μαγείρεψε κι εγώ έκανα τη μπουγάδα/το σιδέρωμα
  • I promise I will do my best Υπόσχομαι να κάνω το καλύτερο που μπορώ
  • Do me a favor … Κάνε μου μια χάρη …
  • He does a lot of things so he is always busy Κάνει πολλά πράγματα κι έτσι είναι συνέχεια απασχολημένος
  • He was doing more than a hundred miles per hour when the police stopped him Έτρεχε με περισσότερο από 100 μίλια την ώρα όταν τον σταμάτησε η αστυνομία
  • She thinks she can do nothing/anything Νομίζει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα/μπορεί να κάνει τα πάντα
  • Do your hair/your nails φτιάξε τα μαλλιά σου (χτενίσου μόνη σου ή στο κομμωτήριο)/τα νύχια σου
  • He can do no harm Δεν μπορεί να κάνει κακό
  • He did a lot of time Έκανε πολύ χρόνο στη φυλακή

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.