Όπως αναφέραμε παραπάνω όλες οι λέξεις ανήκουν σε κάποια (ή μερικές φορές σε κάποιες) από τις 9 κατηγορίες: άρθρα, ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα, αντωνυμίες, επιρρήματα, προθέσεις, σύνδεσμοι, επιφωνήματα. Αυτές τις κατηγορίες τις ονομάσαμε: Μέρη του Λόγου. Δηλ. ακόμα κι όταν ψάχνουμε μία λέξη σ’ένα λεξικό, δηλ. απόλυτα μόνη της, η λέξη είναι ένα μέρος του λόγου.
Για να το πούμε αλλιώς: από τη στιγμή που μια λέξη “γεννιέται” είναι ένα μέρος του λόγου.
Όμως από τη στιγμή που θα πάρουμε τη λέξη και θα τη βάλουμε σε μία πρόταση για να την χρησιμοποιήσουμε, τότε η λέξη αρχίζει να παίζει ένα συγκεκριμένο ρόλο μέσα στην πρόταση.
Οι βασικότεροι ρόλοι που παίζουν οι λέξεις μέσα σε μία πρόταση είναι:
- Subject-Υποκείμενο αυτός που κάνει κάτι.
- Verb-Ρήμα τι κάνει αυτός που κάνει κάτι.
- Object-Αντικείμενο αυτός ή αυτό που αποδέχεται την ενέργεια του ρήματος.
Μία απλή πρόταση έχει συνήθως αυτούς τους βασικούς ρόλους και μάλιστα μ’αυτή τη σειρά (και στα Ελληνικά και στα Αγγλικά): Η γιαγιά (=υποκείμενο) μαγειρεύει (=ρήμα) το φαγητό (=αντικείμενο).
Μία πρόταση μπορεί να μην έχει αντικείμενο αλλά δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένη χωρίς υποκείμενο και ρήμα.
Ένα παράδειγμα από την καθημερινή μας ζωή για να καταλάβουμε τους συντακτικούς ρόλους των λέξεων:
Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι άνδρας, γυναίκα, παιδί, αγόρι, κορίτσι, έφηβος, γέρος ή γριά, κ.α..
Αυτό αντιστοιχεί στα μέρη του λόγου.
Όμως μέσα στην κοινωνία όλοι αυτοί οι άνθρωποι παίζουν κάθε φορά ένα ρόλο.
Μπορεί να είναι μαθητές στο δημοτικό, φοιτητές, αστυνομικοί, πιλότοι, δικαστές, γιατροί, πυροσβέστες, φωτογράφοι, καθηγητές στο πανεπιστήμιο, υδραυλικοί, συνταξιούχοι και πολλά άλλα.
Αυτές οι ιδιότητες μπορούμε να πούμε ότι αντιστοιχούν στους συντακτικούς ρόλους των λέξεων.
Ένα παιδί μπορεί να είναι μαθητής στο σχολείο. Δεν μπορεί όμως να είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο ή πιλότος ή εργάτης στη φάμπρικα.
Μία γυναίκα 60 χρονών μπορεί να είναι Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αλλά δεν μπορεί να είναι μαθήτρια στο νηπιαγωγείο.
Μία νεαρή κυρία μπορεί να είναι αστυνομικός και φωτογράφος (λ.χ. κάνει και μία δεύτερη δουλειά).
Αρκετές φορές, ιδιαίτερα στον προφορικό λόγο, μπορεί να λείπει μία από αυτές τις δύο λέξεις αλλά θα πρέπει να είναι αυτονόητη. Π.χ.: οδηγώ το αυτοκίνητο. Το υποκείμενο είναι το αυτονόητο “εγώ”. Το ρήμα είναι το “οδηγώ” και το αντικείμενο είναι το “αυτοκίνητο”.
Υπάρχουν κι άλλοι ρόλοι εκτός από τους παραπάνω τρεις (υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο) αλλά αυτό ξεπερνάει τις ανάγκες αυτής της εισαγωγικής παρουσίασης.
Ένα ουσιαστικό ή μία αντωνυμία μπορεί να παίζει το ρόλο του υποκειμένου ή του αντικειμένου. Μπορεί μάλιστα να συνοδεύεται από άρθρο ή επίθετο: Ο Γιώργος διαβάζει εφημερίδα.
Μόνο ένα ρήμα (μέρος του λόγου) μπορεί να παίζει τον συντακτικό ρόλο του ρήματος. Μπορεί όμως να συνοδεύεται κι από ένα επίρρημα (adverb): Ο Γιώργος διαβάζει βιαστικά (επίρρημα) την εφημερίδα.
Υπάρχει όμως κάτι ακόμα για τα ρήματα που είναι καλό να ξέρετε: Transitive και Intransitive (μεταβατικά και αμετάβατα) verbs.