Από το ανώμαλο ρήμα: feed, fed, fed που σημαίνει ταϊζω.
Κατά λέξη σημαίνει ταϊσμένος και με το παραπάνω, και όπως όταν παραφάς κάτι, έτσι κι εδώ η λέξη στον αόριστό της και με το up κολλημένο στο τέλος σημαίνει:
μπουχτισμένος, βαριεστημένος.
Συνώνυμά του: I am sick and tired of …, I am bored of …, I’ve had enough of …
Παραδείγματα:
- I am fed up with his jokes. Τα βαρέθηκα τ’αστεία του.
- After a while we were all fed up with his stories. Μετά από λίγο ήμασταν είχαμε όλοι βαρεθεί τα παραμύθια του.
- I am fed up with his mistakes. Enough is enough. I’ll fire him. Κουράστηκα πια με τα λάθη του. Αρκετά ως εδώ. Θα τον απολύσω.