λογαριασμός
Μπορεί να είναι λογ/μός σε τράπεζα (ίσως και το συχνότερο) ή και οπουδήποτε αλλού χρησιμοποιούμε και στα Ελληνικά την ίδια λέξη.
Σαν ρήμα έχει παρεμφερή έννοια: λογαριάζω, υπολογίζω, παίρνω υπόψη μου.
accountable: υπεύθυνος, κάποιος που θα πρέπει να δώσει λογ/μό για κάτι.
accountability: υπευθυνότητα, αλλά και η δυνατότητα να κρατηθεί λογ/μός για κάτι.
accounting: η λογιστική
accountant: ο λογιστής
Παραδείγματα:
- I have an account with Skype. Έχω ένα λογαριασμό στο Skype.
- Sir, your account has a negative balance. Κύριε, ο λογ/μός σας έχει αρνητικό υπόλοιπο.
- The government decided to close all the bank accounts of this terrorist group. Η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει όλους τους τραπεζικούς λογ/μούς αυτής της τρομοκρατικής ομάδας.
- I don’t have any money. Will you please charge it to my account? Δεν έχω μετρητά. Θα το γράψεις σε παρακαλώ στο λογ/μό μου?
- He didn’t take into account the possibility of bad weather. Δεν έλαβε υπόψη του την πιθανότητα άσχημων καιρικών συνθηκών.
- The suspect could not account for those two hours during which the murder took place. Ο ύποπτος δεν μπορούσε να πει για τις δύο εκείνες ώρες που έγινε ο φόνος.
- She will be held accountable for her actions. Θα κριθεί για τις πράξεις της.