affect
Verb

επηρεάζω

Σαν ουσιαστικό θα το βρούμε ελαφρά διαφορετικό και με κάπως αλλαγμένη την έννοια του: affection συναίσθημα

affectionate (επίθετο): τρυφερός, -ή, ό

affectionately (επίρρημα): με τρυφερότητα, τρυφερά, με συναίσθημα

Παραδείγματα:

  • The economic crisis is affecting the citizens of a country. Η οικονομική κρίση επηρεάζει τους πολίτες μιας χώρας.
  • What affects the climate of an area? Τι επηρεάζει το κλίμα μιας περιοχής;
  • She took the little girl in her arms and caressed her face affectionately. Πήρε το κοριτσάκι στα χέρια της και χάϊδεψε το πρόσωπό της τρυφερά.
Examples:
The economic crisis is affecting the citizens of a country. 
Amnesia can affect short-term memory

2 Responses

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.