επηρεάζω
Σαν ουσιαστικό θα το βρούμε ελαφρά διαφορετικό και με κάπως αλλαγμένη την έννοια του: affection συναίσθημα
affectionate (επίθετο): τρυφερός, -ή, ό
affectionately (επίρρημα): με τρυφερότητα, τρυφερά, με συναίσθημα
Παραδείγματα:
- The economic crisis is affecting the citizens of a country. Η οικονομική κρίση επηρεάζει τους πολίτες μιας χώρας.
- What affects the climate of an area? Τι επηρεάζει το κλίμα μιας περιοχής;
- She took the little girl in her arms and caressed her face affectionately. Πήρε το κοριτσάκι στα χέρια της και χάϊδεψε το πρόσωπό της τρυφερά.