ban
Verb, Noun
Trans.

Σαν ρήμα είναι ομαλό.

Παραδείγματα:

  • The regime has banned the use of internet. Το καθεστώς έχει απαγορεύσει τη χρήση του ίντερνετ.
Examples:
164 nations have signed the Ottawa Treaty to ban landmines
Only five states have not yet signed the treaty for the chemical weapons ban
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.