bankruptcy
Noun

πτώχευση, χρεοκοπία

 

Βγάλτε του το -cy από το τέλος και κάντε το επίθετο: bankrupt χρεοκοπημένος, -η, -ο, πτωχευμένος, -η, -ο

Παραδείγματα:

  • The situation is deteriorating and bankruptcy is imminent η κατάσταση χειροτερεύει και η πτώχευση είναι “προ των πυλών”.
  • You cannot withdraw your savings from a bankrupt bank δεν μπορείς να αποσύρεις τις καταθέσεις σου από μία πτωχευμένη τράπεζα
  • Filthy rich people are sometimes morally bankrupt μερικές φορές πολύ πλούσιοι άνθρωποι είναι  ηθικά χρεοκοπημένοι
Examples:
They filed for bankruptcy last month
The cessation of payments led to the bankruptcy of the company
He tried to save his company from bankruptcy

Ξέρετε τι πραγματικά απάντησε ο Μεταξάς στον Ιταλό πρέσβη?

Έχει μείνει στην ιστορία ότι όταν ο Ιταλός πρεσβευτής στις 3 η ώρα το πρωί παρέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσιλίνι στον Ιωάννη Μεταξά, αυτός απάντησε μονολεκτικά: “Όχι”.

Αυτό δεν είναι ιστορικά ακριβές.

Θέλετε να μάθετε τι ακριβώς απάντησε ο Έλληνας πρωθυπουργός?

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.