beat
Verb, Noun, Adjective

χτυπάω, νικάω, εξουθενώνω, είμαι εξουθενωμένος

ουσιαστικό με παρόμοιες έννοιες, π.χ. χτύπημα, χτύπος (λ.χ. της καρδιάς), o ρυθμός της μουσικής, ο ρυθμός του βηματισμού

Παραδείγματα:

  • U.S. women’s football team beats Japan in the Olympics: η Αμερικανική ομάδα ποδοσφαίρου γυναικών νικάει την Ιαπωνία στους Ολυμπιακούς
  • he was beating the meat (slang): αυνανιζόταν (μαλιαρή)
  • he beat it twice with all the force he could summon το χτύπησε δύο φορές με όλη τη δύναμε που μπορούσε να βάλει.
  • the rain was beating against the window η βροχή χτυπούσε το παράθυρο
  • What’s the square root of 2, asked George. It beats me, answered Nik. Ποιά είναι η τετραγωνική ρίζα του 2, ρώτησε ο Γιώργος. Δεν έχω ιδέα (κατά λέξη: με νικάει, δηλ. αυτό το πρόβλημα) απάντησε ο Νίκος (καθομιλουμένη)
  • his heart beat violently η καρδιά του χτύπησε βίαια
  • He was fairly beaten Νικήθηκε (αυτός) δίκαια
  • when you arrive, beat at the door: όταν φτάσεις, χτύπα την πόρτα
  • … beneath this uniform beats one of the bravest and noblest hearts in the whole army. Alexandre Dumas – The Count of Monte Cristo κάτω από αυτή τη στολή χτυπάει μία από τις πιο γενναίες και ευγενικές καρδιές όλου του στρατού.
  • He beat his hand upon his breast, confessing: mea culpa. James Joyce – Ulysses Χτύπησε το χέρι του πάνω στο στήθος του παραδεχόμενος: δικό μου λάθος.
Examples:
the beat of this musical piece is too slow:
In a thrilling upset at Eurobasket 1987, Nikos Galis led Greece to victory by beating the heavily favored Soviet Union
In a surprising turn of events, Greece, coached by Otto Rehagel, beat Portugal to win Euro 2004

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.