break
Verb, Noun
Trans. + Intrans.

σπάω, τσακίζω, κομματιάζω, ξεσπάω (π.χ. πόλεμος), σπάσιμο, τσάκισμα, ασυνέχεια, διάλειμμα

break away: ξεφεύγω, αποχωρίζομαι

break down: αναλύω, λ.χ. το σύνολο ενός λογ/μού στα κομμάτια που τον απαρτίζουν, χαλάω

break in: εισβάλλω

break out: ξεσπάω, π.χ. σε κλάματα, απ’ τα νεύρα μου, ξεκινάει (ξεσπάει) πόλεμος, το σκάω

break through: σημαντικός νωτερισμός, ανακάλυψη, επίτευγμα

this refrigerator shelf is broken

Παραδείγματα:

  • This shelf in the refrigerator is broken. It needs to be replaced. Αυτό το ράφι στο ψυγείο είναι σπασμένο. Πρέπει να αντικατασταθεί.
  • Greek people break dishes for fun Οι Έλληνες σπάνε πιάτα για διασκέδαση.
  • Unlike what many people believe, a python will not break the bones of its prey Αντίθετα μ’ αυτό που πολλοί πιστεύουν, ο πύθωνας δεν σπάει τα κόκκαλα του θύματός του.
  • The 1st World War broke out on July 28, 1914 Ο 1ος Παγκόσμιος πόλεμος ξέσπασε στις 28 Ιουλίου του 1914.
  • Will you break that down for me? Θα μου το αναλύσεις?
  • A broken bone will be put in a cast for at least a few weeks until it heals Ένα σπασμένο κόκκαλο θα μπει στο γύψο για τουλάχιστον μερικές εβδομάδες μέχρι να θρέψει.
  • You will break his heart if you don’t go.  Θα του ραγίσεις την καρδιά αν δεν πας.
  • You can’t break out of this jail. Δεν μπορείς να δραπετεύσεις από αυτήν την φυλακή.
  • The discovery of Penicillin was a major medical breakthrough Η ανακάλυψη της πενικιλλίνης ήταν ένα σημαντικό βήμα στην ιατρική.
Examples:
This shelf in the refrigerator is broken. It needs to be replaced
He slipped and broke his leg while going down the stairs
He accidentally broke the porcelain vase by dropping it
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.