broadcast
Verb, Noun, Adjective
Trans. + Intrans.

εκπέμπω

(ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά)

Έχει και ομαλή μορφή: broadcasted, broadcasted

Παραδείγματα:

  • It may take years for a writer or broadcaster to get established. Μπορεί να πάρει και χρόνια μέχρι να καθιερωθεί ένας συγγραφέας ή (π.χ.) γιουτιούμπερ.
  • BBC = British Broadcasting Corporation, ABC = American Broadcasting Company and NBC = National Broadcasting Company
  • A special camera was broadcasting live while Armstrong and Aldrin made their first steps on the Moon. Μία ειδική κάμερα μετέδιδε ζωντανά καθώς οι Άρμστρονγκ και Όλντρινγ έκαναν τα πρώτα τους βήματα στο Φεγγάρι.
  • I’m not broadcasting my divorce with Linda δεν πολυ-διαφημίζω το διαζύγιό μου με την Λίντα (μεταφορική έννοια)
  • … the Cabinet Minister, speaking on the Dutch broadcast from London, said that after the war a collection would be made of diaries and letters dealing with the war. Anne Frank – The Diary Of A Young Girl … ο υπουργός μιλώντας στην Ολλανδική εκπομπή από το Λονδίνο, είπε ότι μετά τον πόλεμο θα συλλεγούν ημερολόγια και γράμματα που αναφέρονται στον πόλεμο.
  • The President’s annual speech will be broadcast on all radio stations Η ετήσια ομιλία του Προέδρου θα μεταδοθεί από όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς
  • The late news broadcast announced the discovery of four bodies. Στις βραδυνές ειδήσεις ανακοίνώθηκε ότι βρέθηκαν τέσσερα πτώματα.
  • The Olympic Games will be broadcast worldwide live via satellite. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα μεταδοθούν ζωντανά σε όλο τον κόσμο μέσω δορυφόρου.
  • He is broadcasting live from Afganistan. Εκπέμπει ζωντανά από το Αφγανιστάν.
Examples:
It may take years for a writer or broadcaster to get established
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.