call
Verb, Noun

καλώ, αποκαλώ, φωνάζω

σαν ουσιαστικό έχει την ίδια βασική έννοια.

call off: ακυρώνω

call up: παίρνω στο τηλέφωνο (κάπως πιο επιτακτικό ή/και εμφατικό)

to call it a day: τέλος για σήμερα, φτάνει για τώρα

to be on call: το να είμαι διαθέσιμος εάν μου ζητηθεί (π.χ. για έναν γιατρό)

to call collect: κάνω ένα τηλεφώνημα ζητώντας η χρέωση να γίνει σ’ αυτόν που καλώ

Examples:
They are going to call their parents tonight
He likes to call his friends to chat
She needs to call the doctor
Good morning, madam, I'm calling about the apartment for rent
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.