capture
Verb, Noun

κατακτώ, καταλαμβάνω, πιάνω

Ομαλό ρήμα: captured, captured, capturing

Σαν ουσιαστικό έχει την ίδια έννοια: κατάληψη, το άρπαγμα, το να κατακτώ/καταλαμβάνω/πιάνω.

Examples:
Snakes use their venom as a means of defense and to capture their prey
He took the photo from a different angle to capture the panoramic view
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.