cast
Verb, Noun
Trans. + Intrans.

Είναι ακόμα η ομάδα ηθοποιών που παίζουν σε μία ταινία ή ένα θεατρικό έργο

Examples:
The die is cast
let him who is without sin cast the first stone (The Holy Bible)
  • "The next thing you'll have to do is meet the members of the cast," he went on ...
  • When the cast was removed from Donald's foot and it was found that a year or two of care would put him even on the athletic fields and the dancing floor again, she was greatly relieved.
  • He was enormously cast down by his rejection.
  • The setting always casts a different shade on it, you know.
  • She has done with her son, she cast him off for ever, and has made all those over whom she had any influence, cast him off likewise.
  • "... Then I come out here an' told you," finished Nancy, casting another backward glance toward the house.
  • The lamp cast fantastic shadows on the wall and staircase.

Ξέρετε τι πραγματικά απάντησε ο Μεταξάς στον Ιταλό πρέσβη?

Έχει μείνει στην ιστορία ότι όταν ο Ιταλός πρεσβευτής στις 3 η ώρα το πρωί παρέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσιλίνι στον Ιωάννη Μεταξά, αυτός απάντησε μονολεκτικά: “Όχι”.

Αυτό δεν είναι ιστορικά ακριβές.

Θέλετε να μάθετε τι ακριβώς απάντησε ο Έλληνας πρωθυπουργός?

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.