close
Verb, Noun, Adjective, Adverb
Trans. + Intrans.


φέρνω δύο (τουλάχιστον) πράγματα κοντά μέχρι και του σημείου που εμποδίζω σε οτιδήποτε άλλο να περάσει. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις μεταφράζεται

κλείνω, προσεγγίζω

(*).
Μπορεί να χρησιμοποιείται συχνά σαν ρήμα, αλλά εμφανίζεται και σαν ουσιαστικό ή επίθετο ή και επίρρημα. Πάντα με την ίδια βασική έννοια:

κλειστά, κλειστός, κοντά, κοντινός

.
Θα το βρούμε και με αρκετές προθέσεις που εξειδικεύουν το νόημά του:

close-up: ένα πολύ κοντινό φωτογραφικό ή κινηματογραφικό πλάνο

close-in: προσεγγίζω σε κάτι, πλησιάζω, έρχομαι πιο κοντά

(*) ένα πολύ συχνό λάθος, που κάνουμε εμείς οι Έλληνες, μεταφράζοντας στα Αγγλικά τη φράση π.χ. κλείνω (καθώς και ανοίγω) το φως. Σ’ αυτή την περίπτωση το ελληνικό κλείνω (ή ανοίγω) θα πρέπει να αποδοθεί στα Αγγλικά με το shut, switch, turn σε συνδυασμό με ένα από  τα επιρρήματα on/off.

Examples:
No data was found

Ξέρετε τι πραγματικά απάντησε ο Μεταξάς στον Ιταλό πρέσβη?

Έχει μείνει στην ιστορία ότι όταν ο Ιταλός πρεσβευτής στις 3 η ώρα το πρωί παρέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσιλίνι στον Ιωάννη Μεταξά, αυτός απάντησε μονολεκτικά: “Όχι”.

Αυτό δεν είναι ιστορικά ακριβές.

Θέλετε να μάθετε τι ακριβώς απάντησε ο Έλληνας πρωθυπουργός?

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.