αποφασίζω
decision: απόφαση
Παραδείγματα:
- I have decided to meet you. Αποφάσισα να σε συναντήσω.
- My mother decided to move out of this appartment Η μαμά μου αποφάσισε να μετακομίσουμε απ’ αυτό το διαμέρισμα.
- It has been a very hard decision, but I had to make it. Ήταν πολύ δύσκολη απόφαση αλλά έπρεπε να την πάρω.
- In my home I am the boss, but my wife makes all decisions. Στο σπίτι μου είμαι το αφεντικό αλλά η γυναίκα μου παίρνει όλες τις αποφάσεις.