distress (n, v)
Verb, Noun

δύσκολη/άσχημη κατάσταση, μεγάλη δυσκολία, έκτακτη κατάσταση, κατάσταση κινδύνου

Σαν ρήμα έχει την ίδια βασική έννοια: βρίσκομαι σε δύσκολη/έκτακτη κατάσταση

Παραδείγματα:

Examples:
No data was found
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.