downtown
Noun, Adjective, Adverb
Flag2-tiny-Geece
Greek
Flag2_France
Français
Flag2-tiny-German
Deutsch

το κέντρο της πόλης, το νότιο τμήμα μιας πόλης

Χρησιμοποιείται περισσότερο στις ΗΠΑ.

Το αντίθετό του είναι το uptown, δηλ. το βόρειο κομμάτι μιας πόλης.

Παραδείγματα:

  • I’m going to walk downtown. Θα πάω να περπατήσω στο κέντρο της πόλης.
  • Downtown you’ll find a great variety of stores. Στο κέντρο της πόλης θα βρείτε μεγάλη ποικιλία από μαγαζιά.
  • Tomorrow I’ll go shopping downtown. Αύριο θα πάω για ψώνια στο κέντρο της πόλης.
  • The part of Manhattan south of the 14th Street is usually called downtown. Το κομμάτι του Μανχάτταν νότια της 14ης οδού λέγεται downtown.
  • This bus is going uptown. Αυτό το λεωφορείο πηγαίνει βόρεια.
  • Looking south from the top of the Empire State Building, you can see downtown New York. Κοιτώντας νότια από την κορυφή του Empire State Building βλέπεις το νότιο κομμάτι της πόλης.
Examples:
I'm going to walk downtown
He moved into a new apartment downtown
He moved into a brand new apartment in the downtown area
They moved to a new facility near the downtown area
The price of the coffee was two euros in this chic downtown cafe
His father owns a small business in the downtown area
The downtown is always lively on the weekends
We met at the downtown crossroads
He works in a modern office downtown
The embassy is located in the downtown area

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.