duck
Verb, Noun
duck with ducklings
duck with ducklings

duckling παπάκι (αλλά στη γαστρονομία είναι κι μία πρόσφατα ενήλικη πάπια)

Παραδείγματα:

donald duck
donald duck: no wings but hands instead
  • A male duck is called a drake Η αρσενική πάπια λέγεται drake
  • Some duck species are migratory Κάποια είδη πάπιας είναι αποδημητικά
  • Ducks have many predators Οι πάπιες έχουν πολλούς εχθρούς
  • Adult ducks are fast fliers Οι ενήλικες πάπιες πετάνε γρήγορα
  • Donald Duck is an anthropomorphic white duck who has hands instead of wings Ο Ντόναλντ Ντακ είναι μία ανθρωπόμορφη άσπρη πάπια που έχει χέρια αντί για φτερά
  • Most duck species are not endangered Τα περισσότερα είδη πάπιας δεν είναι απειλούμενα είδη
  • Duck eggs are edible Τα αυγά της πάπιας είναι φαγώσιμα
  • A goose looks like a duck but is bigger and has a longer neck Η χήνα μοιάζει με πάπια αλλά είναι μεγαλύτερη και έχει μακρύτερο λαιμό
  • Ducks are avid swimmers Οι πάπιες είναι δεινοί κολυμβητές
  • Ducks are very capable divers Οι πάπιες είναι πολύ ικανοί δύτες
  • They were like sitting ducks (idiom.) Αυτοί ήταν εύκολος στόχος (πολύ ελεύθερη μετάφραση)
  • He had to duck to avoid hitting his head on the low ceiling Χρειάστηκε να σκύψει για ν’αποφύγει να χτυπήσει το κεφάλι του στο χαμηλό ταβάνι
  • “Duck!” screamed the sergeant as he saw the enemy plane approaching “Σκύψτε!” ούρλιαξε ο λοχίας καθώς είδε το εχθρικό αεροπλάνο να πλησιάζει
Examples:
A male duck is called a drake
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.