escape
Verb, Noun

δραπετεύω, ξεφεύγω, το σκάω

Σαν ουσιαστικό έχει την ίδια έννοια: διαφυγή, απόδραση, τρόπος διαφυγής, οδός διαφυγής, μικρή δίοδος απ’ την οποία μπορείς να διαφύγεις (π.χ. σε περίπτωση ανάγκης).

Παραδείγματα:

  • I want to “escape” from that party. Θέλω να το σκάσω από αυτό το πάρτυ.
  • How did you escape? Πως το έσκασες;
Examples:
I want to "escape" from that party

Ξέρετε τι πραγματικά απάντησε ο Μεταξάς στον Ιταλό πρέσβη?

Έχει μείνει στην ιστορία ότι όταν ο Ιταλός πρεσβευτής στις 3 η ώρα το πρωί παρέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσιλίνι στον Ιωάννη Μεταξά, αυτός απάντησε μονολεκτικά: “Όχι”.

Αυτό δεν είναι ιστορικά ακριβές.

Θέλετε να μάθετε τι ακριβώς απάντησε ο Έλληνας πρωθυπουργός?

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.