εμπειρία, αποκτώ την εμπειρία κάποιου πράγματος
Ομαλό ρήμα: experience, experienced, experienced, experiencing
Παραδείγματα:
- One cannot find a job without experience and cannot get experience without a job. Δεν μπορείς να βρεις δουλειά χωρίς εμπειρία και δεν μπορείς να αποκτήσεις εμπειρία χωρίς δουλειά.
- An experienced driver is less likely to have accidents. Ένας έμπειρος οδηγός είναι λιγότερο πιθανό να πάθει ατυχήματα.
- When the scorpion bit me, I experienced an excruciating pain. Όταν με τσίμπησε ο σκορπιός ένιωσα έναν αφόρητο πόνο.