Προσοχή σ’αυτό το ομαλό ρήμα (fell, felled, felled).
- μοιάζει με τον αόριστο του ανώμαλου ρήματος fall (fall, fell, fallen) και
- έχει παραπλήσια έννοια αλλά
- χρησιμοποιείται κυρίως για την έννοια του κόβω ή ρίχνω ή κάνω να πέσει κάτι.
Tο fall που είναι ένα ρήμα αμετάβατο (intransitive), δηλ. δεν έχει αντικείμενο
Tο fell έχει πάντα αντικείμενο, δηλ. είναι transitive verb. One fells … something:
- He felled a tree in his backyard.
- He felled his opponent with a powerful punch.