fuse
Verb, Noun

Θα το μεταφράσουμε ασφάλεια αλλά προσοχή όταν κάνουμε το αντίθετο: η Ελληνική λέξη ασφάλεια στα Αγγλικά έχει 3 διαφορετικές λέξεις με νοήματα που είναι ξεκάθαρα διαφορετικά:

1. fuse

Προφορά: φιούζ.

Car fuses and House fuse box

Η ασφάλεια στον ηλεκτρικό πίνακα του σπιτιού και η ασφάλεια στο αυτοκίνητο που όταν καίγονται, κάποιες ηλεκτρικές συσκευές σταματάνε να λειτουργούν.

Είναι επίσης και ο πυροκροτητής σε ένα βλήμα ή έναν εκρηκτικό μηχανισμό ή το φυτίλι σε μία βόμβα. Μάλιστα σ’αυτήν την περίπτωση γράφεται επίσης και fuze

2. insurance

Προφορά: ινσιούρανσ

Η ασφάλεια που κάνουμε για να προστατευτούμε από τον κίνδυνο αναπηρίας, ασφάλεια ζωής, ασφάλεια αυτ/του, ασφάλεια κατά φωτιάς καθώς και η ασφάλεια υγείας που πληρώνουμε κάθε μήνα, π.χ. ΙΚΑ. Πολύ συχνά θα προσδιορίσουμε: disability insurance, life insurance, car insurance, fire (property) insurance, health insurance.

3. security

Προφορά: σεκιούριτι

Η ασφάλεια κτιρίου, π.χ. οι σεκιουριτάδες (όπως συνήθως τους λέμε)

Examples:
The fuse has been blown
A fuse is an electrical safety device that operates to provide overcurrent protection of an electrical circuit
He replaced the blown fuse in the electrical panel
She jumped like a fuse when the light flickered

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα στα

I watch TV

και

I am watching TV

Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.