BrixFax.NET

Search
hit
Verb, Noun
Français
Deutsch

χτυπάω, φτάνω, πετυχαίνω, χτύπημα, επίτευγμα, επιτυχία

Παραδείγματα:

  • they hit them hard τους χτύπησαν σκληρά
  • it became a big hit έγινε μεγάλη επιτυχία (π.χ. το τραγούδι, η ταινία κλπ)
  • a vehicle hit a motorcyclist ένα όχημα χτύπησε έναν μοτοσυκλετιστή
  • the economy has been particularly hard hit η οικονομία χτυπήθηκε πάρα πολύ (δηλ. είναι σε άσχημη κατάσταση)
  • hit the lights άνοιξε (ή κλείσε) τα φώτα, (φυσικά είναι informal)
  • hit the nail on the head πετυχαίνω διάνα (ιδιωματισμός)
  • hit the road Jack πάρε δρόμο Τζακ, δηλ. φύγε, δίνε του (από το ομώνυμο τραγούδι του Ρέϋ Τσάρλς)
  • We have to find a way to help people hit hard by the recession. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να βοηθήσουμε αυτούς που χτυπήθηκαν σκληρά από την ύφεση.
  • Hit the emergency brakes now before we crash! Πάτα το φρένο έκτακτης ανάγκης τώρα πριν συντριβούμε!
  • I therefore hit out at him and was going to hit out again, when he said … Charles Dickens – Great Expectations Τον χτπυπησα λοιπόν δυνατά και θα τον ξαναχτυπούσα όταν αυτός είπε …
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.