BrixFax.NET

Search
hold
Verb, Noun
Français
Deutsch

κρατώ, συγκρατώ, σταθεροποιώ, κράτημα

Παραδείγματα:

  • Can you hold my plate for a second? I need to tie my shoe laces. Μπορείς να μου κρατήσεις το πιάτο για μια στιγμή? Πρέπει να δέσω τα κορδόνια μου.
  • Hold this flashlight while I check the engine. Κράτα το φακό όσο εγώ ελέγχω τη μηχανή.
  • Hold your horses! Συγκρατήσου ή κάνε υπομονή ή μην είσαι βιαστικός (ιδιωματισμός)
  • I am not going to hold it against you. Δεν θα το μετρήσω (κρατήσω) εναντίον σου.
  • a suspect cannot be held by the police for more than 24 hours ένας ύποπτος δεν μπορεί να κρατηθεί από την αστυνομία για περισσότερο από 24 ώρες
  • new elections will be held in January θα γίνουν νέες εκλογές τον Ιανουάριο
  • the policeman thought the suspect was holding a gun and fired a warning shot ο αστυνομικός νόμισε ότι ο ύποπτος κρατούσε όπλο κι έριξε μία προειδοποιητική βολή
  • he filled his pockets with as many cookies as they would hold. γέμισε τις τσέπες του με όσα περισσότερα γλυκάκια μπορούσαν να χωρέσουν
  • “Who is that?” I said. “Colonel Stein!” replied the voice, and my fears were confirmed, but my
    plan of campaign held good.
    Stephen King Hall – The Diary of a U-boat Commander Ποιός είναι (στο τηλέφωνο)? είπα. “Συνταγματάρχης Στάϊν” απάντησε η φωνή και οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν, αλλά το σχέδιό μου κρατούσε καλά.
Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.