BrixFax.NET

Search
leave
Verb, Noun
Français
Deutsch

leaveφεύγω, παραιτούμαι, φεύγω με άδεια

ουσιαστικό με παρόμοιες έννοιες

Παραδείγματα:

  • Leave me alone. Stop bothering me. Άσε με ήσυχο. Σταμάτα να μ’ενοχλείς.
  • He left all his things in the office and disappeared. Άφησε όλα του τα πράγματα στο γραφείο κι εξαφανιστηκε.
  • He left school at 11 o’clock. Έφυγε απ’ το σχολείο στις 11 η ώρα.
  • After he died he left nothing to his wife. He left everything he had to charity. Όταν πέθανε δεν άφησε τίποτα στη γυναίκα του. Τα άφησε όλα σε αγαθοεργίες.
  • He left his wife and children and moved-in with a much younger russian girl. Άφησε τη γυναίκα και τα παιδιά του και μετακόμισε με μία πολύ νεότερη ρωσίδα.
  • She has a leave of absence for the next 6 months. Έχει άδεια για τους επόμενους έξι μήνες.
  • Don’t leave the house unless you lock the door. Μη φύγεις απ’ το σπίτι αν δεν κλειδώσεις την πόρτα.
  • He left a very good job to start his own business. Άφησε μία πολύ καλή δουλειά για να ξεκινήσει την δική του επιχείρηση.
  • I leave that to you. Αυτό το αφήνω σε σένα.
  • Could you please leave your name and phone number? Θα μπορούσατε ν’αφήσετε το όνομα και τον αριθμό του τηλεφώνου σας?
  • Turn right at the next exit and leave the Highway. Στρίψτε δεξιά στην επόμενη έξοδο και εγκαταλείψτε τον αυτοκινητόδρομο.
  • This terrorist act left 12 people dead. Αυτή η τρομοκρατική ενέργεια άφησε 12 νεκρούς.

Examples:
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.