light
Verb, Noun, Adjective

φωτίζω, φωτεινός, ελαφρύς, ανάλαφρος, ανοιχτό (χρώμα)

ουσιαστικό κι επίθετο με παρόμοιες έννοιες: φως, φωτισμένος

ουσιαστικό επίσης το lightness: ελαφρότητα

Παραδείγματα:

  • He lit the area with a flashlight Φώτισε την περιοχή με έναν φακό
  • And then she saw a dim light trembling in the darkness Και μετά είδε ένα αδύνατο φως να τρεμοπαίζει μέσ’το σκοτάδι
  • The Unbearable Lightness of Being Νουβέλα του Milan Kundera με τους Daniel Day-Lewis και Juliette Binoche Η ανυπόφορη ελαφρότητα του να ζεις
  • And when the night is cloudy there is still a light that shines on me. The Beatles – Let it Be Και όταν η νύχτα είναι συννεφιασμένη υπάρχει και τότε ένα φως που με φωτίζει.
  • During the day we usually have daylight unless it’s too cloudy Κατά την διάρκεια της ημέρας συνήθως έχουμε φως ημέρας εκτός κι αν έχει πολύ συννεφιά
  • … a hundred colored lanterns were lighted, as if the flags of all nations waved in the air. Hans Christian Andersen – The Little Mermaid … εκατό χρωματιστοί φανοστάτες ήταν φωτισμένοι, (κι ήταν) σαν ν’ανέμιζαν οι σημαίες όλων των εθνών.
  • We burnt usual navigation lights, or rather side lights which appear to be usual, except that … Stephen King Hall – The Diary of a U-boat Commander Καίγαμε τα συνηθισμένα φώτα ναυσιπλοϊας ή μάλλον πλευρικά φώτα τα οποία φαίνονταν (σαν) συνηθισμένα, εκτός του ότι …
Examples:
He lit the area with a flashlight
Χρησιμοποιούμε Cookies. Με την περιήγησή σας σ'αυτόν τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση Cookies.